- ακρογείσιο
- το (Α ἀκρογείσιον)η άκρη τού γείσου που προεξέχει και αποτελεί την οριζόντια πλευρά τού αετώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + < γεῖσον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεστόνι — το, Ν 1. οδοντωτό κέντημα με στρογγυλές ή αιχμηρές απολήξεις στο άκρο, συνήθως, ενός υφάσματος ή ενδύματος 2. αρχιτ. α) γλυπτός διάκοσμος με παράσταση γιρλάντας ή καρπών β) οδοντωτό ή δαντελωτό ακρογείσιο.. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feston < ιταλ.… … Dictionary of Greek
φεστόνι — το (λ. γαλλ.) 1. είδος ανεβατού κεντήματος. 2. (αρχιτ.), γλυπτός διάκοσμος που παρασταίνει γιρλάντα από φύλλα ή καρπούς. 3. οδοντωτό ή δαντελωτό ακρογείσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)